στοχαστικῆς

στοχαστικῆς
στοχαστικός
skilful in aiming at
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν — (Simon Van Der Meer,Χάγη 1925 –). Ολλανδός μηχανικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών …   Dictionary of Greek

  • Γουέρντζγουερθ, Γουίλιαμ — (William Wordsworth, Κόκερμοθ, Κάμπερλαντ 1770 – Ρίνταλ Μάουντ, Γουεστμόρλαντ 1850). Άγγλος ποιητής. Γεννήθηκε στη γραφική περιοχή των λιμνών και μεγάλωσε στην εξοχή· γι’ αυτό και υπήρξε περισσότερο από κάθε άλλον ο ποιητής της φύσης και της… …   Dictionary of Greek

  • Κίνγκμαν, Τζον Φρανκ Τσαρλς — (John Frank Charles Kingman, Μπέκενχαμ, Κεντ 1939 –). Άγγλος μαθηματικός. Παρά το γεγονός ότι δεν ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο κολέγιο Πέμπροουκ του Κέιμπριτζ, το 1962 ονομάστηκε βοηθός λέκτορα στο ίδιο κολέγιο και το 1964 προήχθη σε λέκτορα …   Dictionary of Greek

  • Ρονσάρ, Πιέρ ντε — (Ronsard, Κουτίρ σιρ Λουάρ, Βαντομουά 1524 – Σεν Κομ αν λ’ Ιλ, Βαντομουά 1585). Γάλλος ποιητής. Υπήρξε ο πιο δραστήριος από τους νέους που συγκροτούσαν την ομάδα της Πλειάδας. Ολόκληρο το έργο του χαρακτηρίζεται από την έντονη προσπάθεια να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”